- ὁδωτός
- ὁδωτός, ή, όν,A passable, γῆν ὁ. ἐποίησε f.l. in D.Chr.3.127 ;
ὁ. θάλασσα Suid.
II practicable, feasible,ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.OC495
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁ. θάλασσα Suid.
ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.OC495
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οδωτός — ὁδωτός, ή, όν (Α) [οδώ (II)] 1. διαβατός 2. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός … Dictionary of Greek
ὁδωτά — ὁδωτός passable neut nom/voc/acc pl ὁδωτά̱ , ὁδωτός passable fem nom/voc/acc dual ὁδωτά̱ , ὁδωτός passable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδωτή — ὁδωτός passable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)